Δίρκα

Δίρκα
Δίρκα a spring and stream in Thebes.
1

μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας i. e. at Thebes and Sparta I. 1.29

πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.74

(Ζεὺς) ὃ τὰν μὲν (sc. Θήβαν)

παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ὤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.20


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δίρκα — Δίρκᾱ , Δίρκη fem nom/voc/acc dual Δίρκᾱ , Δίρκη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκᾳ — Δίρκαι , Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκας — Δίρκᾱς , Δίρκη fem acc pl Δίρκᾱς , Δίρκη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίρκαν — Δίρκᾱν , Δίρκη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • Δίρκαι — Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”